ἔξοχος

ἔξοχος
ἔξοχος (ἔξοχον, -οι; -α acc.: -ώτερος: -ώτατοι; -ώταται; -άτατα acc.)
a standing out, jutting

βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον N. 4.52

b outstanding, supreme

περὶ θνατῶν δ' ἔσεσθαι μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον O. 6.51

Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπονP. 9.53

Διὸς ὑψίστου προφάταν ἔξοχον ὀρθόμαντιν Τειρεσίαν N. 1.60

ὅσσα δ' ἀμφ ἀέθλοις, Τιμοδημίδαι ἐξοχώτατοι προλέγονται pr. N. 2.18 ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται i. e. of those things in which a man is superior N. 3.71 τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι (“das wünscht jeder als das Vornehmste zu nennen” Schadewaldt, 268̆{1}) N. 4.92

ἐπεί σφιν Αἰακίδαι ἔπορον ἔξοχον αἶσαν N. 6.47

Σκύριαι δ' ἐς ἄμελξιν γλάγεος αἶγες ἐξοχώταται pr. fr. 106. 4.
c n. pl. pro prep. c. gen.

ὁ δὲ χρυσὸς διαπρέπει νυκτὶ μεγάνορος ἔξοχα πλούτου O. 1.2

Αἴγιναν ἔνθα ἀσκεῖται θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων more than among all other men Sandys O. 8.23

φιλεῖν δὲ Κάρρωτον ἔξοχ' ἑταίρων P. 5.26

d adv., ἐξόχως, especially

υἱὸν δ' Ἄκτορος ἐξόχως τίμασεν ἐποίκων O. 9.69


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἔξοχος — standing out masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έξοχος — η, ο (AM ἔξοχος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που υπερέχει, υπέροχος, διακεκριμένος («έξοχος συγγραφέας») 2. (για πράγμ.) εξαίρετος, άριστης ποιότητας («έξοχη παράσταση») 3. (υπερθετικό) τιμητικός τίτλος επίσημων προσώπων («εξοχότατε κύριε πρόεδρε»)… …   Dictionary of Greek

  • έξοχος — η, ο επίρρ. α 1. (για ανθρώπους), που εξέχει, που υπερέχει, εξαιρετικός, άριστος: Έξοχος ποδοσφαιριστής. 2. (για πράγματα), που έχει άριστη ποιότητα, εκλεκτός, πολύ καλός: Έξοχο ούζο. 3. το υπερθ., εξοχότατος ως τιμητικός τίτλος επίσημων προσώπων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξοχώτερον — ἔξοχος standing out masc acc comp sg ἔξοχος standing out neut nom/voc/acc comp sg ἔξοχος standing out adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξοχωτάτων — ἔξοχος standing out fem gen superl pl ἔξοχος standing out masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξοχωτέρων — ἔξοχος standing out fem gen comp pl ἔξοχος standing out masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξοχώτατα — ἔξοχος standing out adverbial superl ἔξοχος standing out neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξοχώτατον — ἔξοχος standing out masc acc superl sg ἔξοχος standing out neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξόχως — ἔξοχος standing out adverbial ἔξοχος standing out masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔξοχα — ἔξοχος standing out indeclform (adverb) ἔξοχος standing out neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔξοχον — ἔξοχος standing out masc/fem acc sg ἔξοχος standing out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”